- ματραδελφεός
- μᾱτρᾰδελφεός (cf. μάτρως 2.)1 mother's brother
παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεούς P. 8.35
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεούς P. 8.35
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ματραδελφεός — ματραδελφεός, ὁ και ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μητραδελφεός … Dictionary of Greek
μητραδελφεός — και δωρ. τ. ματραδελφεός, ὁ (α) μητράδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφεός, ιων. και δωρ. τ. τού άδελφός] … Dictionary of Greek